Οικολογία
Ο Σπιζαετός είναι κυρίως επιδημητικό είδος με μερική μετανάστευση κυρίως των νεαρών ατόμων να έχει παρατηρηθεί στη Μ. Ανατολή και τη Δ. Μεσόγειο. Έχει έντονη, εφ’ όρου ζωής φιλοπατρία (τα χωροκρατικά άτομα περνούν όλη τη ζωή τους σε μια επικράτεια όταν εγκατασταθούν) μετά από ένα μεταβατικό, νομαδικού τύπου, στάδιο κατά τη μετα-αναπαραγωγική διασπορά των νεαρών. Κατά τη φάση διασποράς, τα ανώριμα άτομα μπορεί να χρησιμοποιούν περιοχές προσωρινής εγκατάστασης, εκτός κατειλημμένων επικρατειών και σε χώρους που υποστηρίζουν ικανούς αριθμούς λείας.
Οι Σπιζαετοί διατηρούν έναν αριθμό εναλλακτικών φωλιών ανά επικράτεια (2-5 στην Ελλάδα), οι οποίες στην Ελλάδα παρατηρούνται αποκλειστικά σε βράχια, ενώ στην Κύπρο κυρίως σε δέντρα. Η χρήση τους εναλλάσσεται κατ’ έτος, πιθανότατα για να αποφύγουν πιθανή έκθεση σε συσσωρευμένη αύξηση εκτοπαράσιτων. Οι φωλιές μπορεί να είναι πολύ μεγάλες κατασκευές με ύψος και διάμετρο >1,5 μ., καθώς κάθε χρόνο αποτίθεται επιπλέον υλικό σε αυτές. Στο Αιγαίο και την Κύπρο κανένα άλλο είδος δεν μπορεί να φτιάξει τέτοιες φωλιές, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη, παρόμοιες φωλιές (και πιθανώς και με εναλλαγή χρήσης) δεν αποκλείεται να ανήκουν και σε Χρυσαετούς.
Το μέγεθος των επικρατειών του είδους στην Ισπανία κυμαίνεται από 20,7 – 86,5 km2 και επηρεάζεται από το ποσοστό κάλυψης των μεσογειακών θαμνώνων που κυριαρχούν στις περιοχές τροφοληψίας που επιλέγει το είδος. Η αλληλοεπικάλυψη των επικρατειών είναι γενικά μικρή (15%) και κυρίως σε περιοχές με μεγάλη πυκνότητα αετών. Σε ορισμένες επικράτειες στην Ελλάδα οι Σπιζαετοί απομακρύνονται έως και πάνω από 8km από τις φωλιές προς αναζήτηση τροφής, ενώ η απόσταση πλησιέστερης γειτνίασης μεταξύ ζευγών βρέθηκε να είναι 5-6 km σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα, στην Πελοπόννησο και >15χλμ. στην Κρήτη.
Προτιμά απομονωμένες περιοχές με έντονο ανάγλυφο σε γενικά ξηρά κλίματα, που προσφέρουν ασφαλείς θέσεις φωλιάσματος και ανοιχτές εκτάσεις για κυνήγι.
Τρέφεται κυρίως με θηλαστικά και πουλιά μέχρι το μέγεθος λαγόμορφων και γλάρων, ενώ μπορεί να συμπληρώσει τη δίαιτά του και με μεγάλες σαύρες και φίδια. Σπάνια τρέφεται με πτώματα. Η διαθεσιμότητα της κύριας λείας του (κουνέλια, πέρδικες και περιστέρια στη Δ. Μεσόγειο) είναι καθοριστικός παράγοντας των ρυθμών επιβίωσης και παραγωγικότητας. Αρχικές έρευνες στην Ελλάδα έδειξαν ότι το είδος τρέφεται με κουνέλια, κουρούνες, γλάρους και νησιωτικές πέρδικες, ενώ στην Κύπρο αρουραίοι και Nησιωτικές Πέρδικες αποτελούν τα σημαντικότερα είδη λείας.